ελληνιστικοί χρόνοι

ελληνιστικοί χρόνοι
Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα αποκλειστικά την Αλεξάνδρεια, αλλά και τη Συρία των Σελευκιδών, τη Μακεδονία των Αντιγονιδών, την Αθήνα και τα νησιά του Αιγαίου, την Πέργαμο, τις Ινδίες και την Περσία. Συνεπώς, ο ελληνιστικός πολιτισμός της περιόδου δεν περιορίστηκε μόνο στον γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας, αλλά περιλάμβανε, τουλάχιστον αρχικά, και τις περιοχές της Περσικής αυτοκρατορίας, η οποία –ως κληρονόμος των μακρόβιων ασιατικών πολιτισμών της Μέσης Ανατολής– είχε σταθεί αδιαπέραστος φραγμός στη διείσδυση του ελληνικού πολιτισμού στην Ασία. Το εμπόδιο αυτό ξεπέρασε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος με τη δράση του οδήγησε στον τερματισμό του αιώνιου ανταγωνισμού μεταξύ του ελληνικού και του ανατολικού κόσμου, προς όφελος του πρώτου, χωρίς αυτό να σημαίνει καταστροφή των πολιτιστικών αξιών του τελευταίου. Ιστορία. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 μ.Χ.), η Ελλάδα αποσύρθηκε από το διεθνές πολιτικό προσκήνιο και μετατράπηκε σε μία απλή επαρχία του μακεδονικού κράτους· ακόμα και όταν, κάτω από τα πλήγματα που επέφεραν οι έριδες των διαδόχων, κατακερματίστηκε η ενότητα του μακεδονικού κράτους και δημιουργήθηκαν τα διάφορα ελληνιστικά βασίλεια, δεν υπήρχε πλέον καμία δυνατότητα για την Ελλάδα να επανέλθει στην παλαιά πολιτική τάξη. Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Περδίκκας ανέλαβε τον ρόλο του αντιβασιλιά του κράτους, αφού μοιράστηκε με τους άλλους στρατηγούς τα καθήκοντα της διακυβέρνησης: ο Κρατερός έγινε χιλίαρχός του, δηλαδή στην ουσία πρωθυπουργός, ο Λυσίμαχος ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Θράκης, ο Πτολεμαίος την Αίγυπτο, ο Αντίγονος τη Μεγάλη Φρυγία, ο Λεοννάτος την «εφ’ Ελλησπόντου Φρυγία», ο Λαομέδων τη Συρία και ο Αντίπατρος, τον οποίο ο Αλέξανδρος είχε ορίσει αντιβασιλέα στην Ευρώπη, τη διακυβέρνηση της Μακεδονίας και της νότιας Ελλάδας. Ωστόσο, η απουσία ενός ισχυρού άντρα που θα συγκρατούσε τις αντιζηλίες, τις φιλοδοξίες και τους ανταγωνισμούς αυτών των ηγετών, όπως είχε κάνει ο Αλέξανδρος, αποδείχθηκε καταστροφική για την ενότητα της μεγάλης αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα, εμφανίστηκαν παρασκηνιακές ραδιουργίες αλλά και φανερές συγκρούσεις και μόλις δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου, αφού εξουδετερώθηκαν ο Κρατερός και ο Περδίκκας, το κράτος οδηγήθηκε σε νέα διαίρεση, σύμφωνα με την οποία ο Αντίπατρος έγινε αντιβασιλέας, ο Αντίγονος γενικός διοικητής του στρατού, με βοηθό τον Κάσσανδρο, γιο του Αντίπατρου, ο Σέλευκος πήρε τη Βαβυλωνία και ο Πτολεμαίος διατήρησε την Αίγυπτο. Δύο χρόνια αργότερα (319 π.Χ.) ο θάνατος του Αντίπατρου αναζωπύρωσε τις έριδες, έως ότου ο Αντίγονος, ο οποίος κατείχε τη Μικρά Ασία, την Ελλάδα και τη Συρία, αναγνώρισε στον εαυτό του τον τίτλο του βασιλιά το 306· οι άλλοι διάδοχοι τον μιμήθηκαν αμέσως. Ούτε και αυτό, όμως, έθεσε τέρμα στους αγώνες: το 301 οι διάδοχοι συνασπίστηκαν και κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τον Αντίγονο, ο οποίος ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη μάχη της Ιψού. Με τον θάνατο του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρα το 283, του Λυσίμαχου το 281 και του Σελεύκου το 280 π.Χ. χάθηκαν και οι τελευταίοι σύντροφοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι αγώνες για την επικράτηση στις ανατολικές ακτές της μεσογειακής λεκάνης συνεχίστηκαν. Τελικά δημιουργήθηκαν τέσσερα βασίλεια αρκετά σταθερά και ανθεκτικά: η Μακεδονία, η Αίγυπτος, η Συρία και η Πέργαμος, που επέζησαν, κάποια για μερικές δεκαετίες, άλλα για αιώνες, έως ότου προσαρτήθηκαν όλα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: το 168 π.Χ., μετά τη μάχη της Πύδνας, η Μακεδονία· το 146 η νότια Ελλάδα· το 133 η Πέργαμος, την οποία ο βασιλιάς Άτταλος Γ’, ο οποίος πέθανε χωρίς απογόνους, κληροδότησε στους Ρωμαίους· το 64 η Συρία και ό,τι απέμεινε από το βασίλειο των Σελευκιδών μετατράπηκε από τον Πομπήιο σε ρωμαϊκή επαρχία· το 31 π.Χ., μετά τη ναυμαχία του Ακτίου, η Αίγυπτος. Ο ελληνιστικός πολιτισμός. Οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετέδωσαν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά σε μεγάλο μέρος του αρχαίου κόσμου. Η νέα κοινή γλώσσα, η κοινή ελληνική, υπερνίκησε τους γλωσσολογικούς φραγμούς των διαλέκτων, επέτρεψε τη συνεννόηση μεταξύ των πιο διαφορετικών και πιο απομακρυσμένων ανθρώπων: έτσι εξηγείται, για παράδειγμα, πώς ήδη από τον 2o αι. π.Χ. ο Βαβυλώνιος Βηρωσσός, ο Αιγύπτιος Μανέθων και ο Ρωμαίος Φάβιος Πίκτωρ έγραψαν τα έργα τους στην ελληνική. Άμεση συνέπεια των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και του σχηματισμού των βασιλείων υπήρξε ένα εντυπωσιακό πολεοδομικό φαινόμενο, αισθητό κυρίως στην Αλεξάνδρεια, η οποία, έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της (330 π.Χ.), αριθμούσε 400.000 κατ. Στην αιγυπτιακή μητρόπολη, στην οποία προσέδωσε μεγάλη λαμπρότητα η δυναστεία των Λαγιδών, έζησαν, στους χρόνους του Πτολεμαίου Α’, περίφημοι ποιητές και φιλόσοφοι, όπως ο Φιλητάς ο Κώος και ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος· επιστήμονες, όπως ο μαθηματικός Ευκλείδης, ο φυσικός Στράτων από τη Λάμψακο και ο γιατρός Ηρόφιλος από τη Χαλκηδόνα· πολιτικοί άντρες, όπως ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, ιδρυτής πιθανόν της περίφημης Βιβλιοθήκης του Μουσείου, η οποία κατά τους χρόνους του Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου περιείχε περίπου 500.000 τόμους. Την εποχή του Φιλαδέλφου η Αλεξάνδρεια φιλοξένησε τους μεγάλους ποιητές της ελληνιστικής εποχής: τον Θεόκριτο, τον Καλλίμαχο και τον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Την Αλεξάνδρεια ανταγωνίζονταν η Πέργαμος, όπου υπήρχε μία βιβλιοθήκη με 20.000 τόμους και μία εξέχουσα φιλολογική σχολή, η Αντιόχεια, όπου έζησαν οι ποιητές Άρατος ο Σολεύς και Ευφορίων ο Χαλκιδεύς, η Πέλλα της Μακεδονίας, που άκμασε κυρίως την εποχή του στωικού βασιλιά Αντίγονου Γονατά και η Αθήνα, όπου ίδρυσαν, μεταξύ του 4ου και του 3ou αι. π.Χ., τις σχολές τους ο Επίκουρος και ο Ζήνων. Πρέπει να αναφερθούν, επίσης, και τα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά κέντρα της Κω, όπου δίδαξε ο Φιλητάς, της Σάμου, όπου δημιουργήθηκε μεγάλο ποιητικό ρεύμα γύρω από τον Ασκληπιάδη και της Ρόδου, όπου άκμασε η ρητορεία και η γλυπτική. Η άνθηση των πόλεων συνέπεσε, ωστόσο, με την κατάρρευση της παλαιάς πόλης-κράτους, ζωντανής ακόμα στα πολιτικά ιδεώδη του Δημοσθένη του Αθηναίου και στα φιλοσοφικά ιδεώδη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο τοπικισμός υποχώρησε με τη δημιουργία των μεγάλων κρατών, παραχωρώντας τη θέση του σε μια νέα κοσμοπολίτικη συνείδηση. Στις απαιτήσεις αυτές ανταποκρίθηκε πιστά η φιλοσοφία μετά τον Αριστοτέλη, που είχε ως σκοπό να θεραπεύσει τον άνθρωπο από τα δεινά του και να τον προετοιμάσει για τη σύνεση και την ευτυχία: ήταν λοιπόν μία φιλοσοφία καθαρά ηθικο-πρακτικού χαρακτήρα, στην οποία τα μεγάλα μεταφυσικά και κοσμολογικά προβλήματα είχαν σημασία μόνο εφόσον μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την επικύρωση και τη δικαίωση της επιλογής ενός ηθικού ιδεώδους. Στα πλαίσια αυτά κατανοείται επίσης και η βαθιά αντίθεση μεταξύ των ορθολογιστικών τάσεων και των θρησκευτικών αξιώσεών (τάση προς τον μονοθεϊσμό, μέριμνα για τη μεταθανάτιο ζωή, μυστηριακές και οργιαστικές τελετουργίες, εγχώριας ή ανατολικής προέλευσης, λατρεία της Τύχης κλπ.). Ο σκεπτικισμός, ο στωικισμός και ο επικουρισμός ήταν οι νέες φιλοσοφίες, οι οποίες, παρότι διέφεραν ως προς τους σκοπούς που έθεταν για τη ζωή, ταυτίζονταν στο στοιχείο της εξιδανίκευσης ενός ατόμου απελευθερωμένου από τις ανάγκες, από τα πάθη και από κάθε είδους εξωτερικό δεσμό και συνεπώς απολύτως ελεύθερου, έτσι ώστε να εκμεταλλεύεται τη σοφία και να απολαμβάνει την ευτυχία του. Στο μεταξύ, η κυρηναϊκή σχολή επισκιάστηκε σταδιακά από την επικουρική· η κυνική σχολή είτε απορροφήθηκε από τη στωική είτε κατέληξε να αντιπροσωπεύει την πιο αδιάλλακτη έκφραση των απόψεών της· τέλος, η πλατωνική και η αριστοτελική σχολή είτε συγχωνεύτηκαν στις μεγάλες συνθέσεις του εκλεκτικού στωικισμού είτε έχασαν τη μεγάλη θεωρητική διάσταση των ιδρυτών τους, με την επικράτηση της πιθανοκρατίας και με τις λεπτομερειακές επιστημονικές έρευνες. Η ποίηση της εποχής υπήρξε αντανάκλαση του χαρακτήρα του ελληνιστικού ανθρώπου. Στις σκηνές της κωμωδίας, ήδη από το τέλος του 4ου αι., εμφανίστηκε ένας άσημος και αντιηρωικός κόσμος αστών, καθώς και διάφοροι αντιπροσωπευτικοί τύποι που βρίσκονταν μπλεγμένοι σε πολύπλοκες υποθέσεις, όπου δεν υπήρχε θέση ούτε για προσωπική και πολιτική σάτιρα ούτε για λυρικά ξεσπάσματα (Μένανδρος)· στις βιβλιοθήκες και στους φιλολογικούς ομίλους, οι ποιητές, απαλλαγμένοι από παιδαγωγικές φροντίδες, χωρίς να ενδιαφέρονται να εκφράσουν τα συναισθήματα των πολιτών ή να τους διαπαιδαγωγήσουν, ασχολήθηκαν είτε με την απόκτηση μιας ευρείας και εξειδικευμένης παιδείας είτε με την προσπάθεια υιοθέτησης υπερβολικά εκλεπτυσμένων και επιτηδευμένων εκφραστικών μορφών. Οι μεγάλοι ποιητές του παρελθόντος εντάχθηκαν σε κατηγορίες και υποβλήθηκαν σε έντονο κριτικό έλεγχο μέσω της φιλολογικής ανάλυσης. Στους νέους ποιητές, που φιλοδοξούσαν να γίνουν δόκιμοι ποιητές, διαμορφώθηκε η προτίμηση σε ασυνήθιστους μύθους, σπάνιες λέξεις και παράξενες εικόνες. Εφόσον το ηρωικό πνεύμα είχε πλέον ατονήσει, τα είδη της τραγωδίας και του έπους, που θεωρούνται αξεπέραστα, άρχισαν να παρακμάζουν. Στη θέση τους καλλιεργήθηκαν η ελεγεία, το επίγραμμα και το επύλλιο, μικρό επικό ποίημα. Γενικά οι ποιητές της περιόδου αυτής προτιμούσαν τα μικρά ποιήματα: «μέγα βιβλίον, μέγα κακόν» (Καλλίμαχος). Οι προσπάθειες των ποιητών της Πλειάδος, από τον Φιλίσκο έως τον Αλέξανδρο τον Αιτωλό και τον Λυκόφρονα, δεν αποτέλεσαν παρά θεωρητικούς πειραματισμούς. Μεγάλη διάδοση είχαν τα νέα ποιητικά είδη, το ειδύλλιο και ο μίμος. Το ειδύλλιο, μικρό ποίημα βουκολικού περιεχομένου, εκπροσωπήθηκε από τον Θεόκριτο, τον Μόσχο και τον Βίωνα τον Σμυρναίο. Ο μίμος, του οποίου κυριότερος εκπρόσωπος υπήρξε ο Ηρώνδας, αποτελούσε ένα είδος μονόπρακτου δράματος, το οποίο αναπαριστούσε σκηνές από την καθημερινή ζωή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Η ελεγεία αφενός υιοθέτησε έναν αφηγηματικό, μυθολογικό χαρακτήρα (με τον Φιλητά, τον Φανοκλή και τον Ερμησιάνακτα), άγνωστο στην αρχαϊκή ελεγεία, και αφετέρου εμφάνισε συγγένειες με το επίγραμμα, που με την Ανύτη, τη Νοσσίδα, τον Ασκληπιάδη, τον Ποσείδιππο, τον Λεωνίδα και τον Μελέαγρο αποτέλεσε την τελειότερη ποιητική μορφή ολόκληρης της περιόδου. Στον πεζό λόγο, εκτός από τα συγγράμματα των φιλοσόφων, υπήρξαν και πλήθος επιστημονικά έργα που ασχολήθηκαν με ποικίλα θέματα: με τη βιολογία των φυτών και των ζώων, την ιατρική, τα μαθηματικά, τη μηχανική (Ευκλείδης, Αρχιμήδης), τη φυσικομαθηματική, ιστορικοαρχαιολογική και περιγραφική γεωγραφία και προπάντων με την αστρονομία, όπου ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ο Απολλώνιος ο Περγαίος και ο Ίππαρχος ο Νικαεύς πραγματοποίησαν σπουδαίες προόδους· υπήρχαν επίσης πολλοί επιστήμονες με ευρύτατες γνώσεις (όπως ο Ερατοσθένης) και ιστορικοί της επιστήμης. Η ιστοριογραφία, αρκετά καλλιεργημένη, είχε ανεκδοτολογικό και μυθιστορηματικό χαρακτήρα (Δούρις, Φύλαρχος και γενικά οι ιστορικοί του Αλέξανδρου και των διαδόχων). Παράλληλα, γράφτηκαν λεπτομερείς βιογραφίες, ενώ μαζί με τις μυθολογικές αφηγήσεις, γεννήθηκε το μυθιστόρημα του Νίνου. Ο Τίμαιος ο Ταυρομένιος ξεπέρασε τους άλλους ιστορικούς με την ευρύτητα των οριζόντων και των ενδιαφερόντων του, παρά την αυστηρή κριτική που του άσκησε ο Πολύβιος, ο οποίος δεν υπήρξε μόνο ο μεγαλύτερος ιστορικός της αρχαιότητας αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους της παγκόσμιας ιστοριογραφίας. Ένα άλλο δημιούργημα των ε.χ. ήταν η επιστήμη της φιλολογίας και της γραμματικής – ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ και ο Κράτης ο Μαλλώτης υπήρξαν σπουδαίοι φιλόλογοι. Όσον αφορά τη ρητορική, διαγράφηκε η αντίθεση μεταξύ της πομπώδους, επιτηδευμένης ασιανής ρητορείας (Ηγησίας ο Μάγνης), των διαφόρων εκδοχών του αττικισμού και των οπαδών του μέσου ύφους, το οποίο εκπροσωπούσαν γύρω στο 250 διάφορες σχολές και ρήτορες (Δημήτριος ο Φαληρεύς, σχολή της Περγάμου, σχολή της Ρόδου κ.ά.). Στον τομέα των εικαστικών τεχνών ο όρος εκλαΐκευση της τέχνης, που χρησιμοποίησαν γι’ αυτή την περίοδο ορισμένοι σύγχρονοι κριτικοί, υπογραμμίζει ότι η τέχνη βρισκόταν πλέον στην υπηρεσία του μονάρχη ή του ιδιώτη, των οποίων όφειλε να υμνήσει τη στρατιωτική ή πολιτική δράση ή να επιδείξει τον πλούτο τους· εξάλλου, μαρτυρεί ότι η τέχνη δεν εξαρτιόταν πλέον από τον κρατικό οργανισμό μιας πόλης, η οποία εξέφραζε, μέσω του μνημείου ή του αντικειμένου τέχνης, το θρησκευτικό της συναίσθημα. Λόγω της πληθώρας των κέντρων, της ευρύτητας του εμπορίου και της μεγάλης ζήτησης αντικειμένων τέχνης από κράτη ή ιδιώτες, σε αυτούς τους χρόνους παρατηρήθηκε μια βιομηχανοποίηση της τέχνης, φαινόμενο που αφορούσε κυρίως τη γλυπτική και τη μικροτεχνία. Τα μεγάλα αστικά κέντρα παρουσίαζαν αρκετή ομοιογένεια όσον αφορά την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική. Οι σχολές της γλυπτικής, αντίθετα, εμφάνιζαν σημαντικές διαφορές στην επιλογή των θεμάτων και στην τεχνοτροπία. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις πόλεις που δημιουργήθηκαν ή αναπτύχθηκαν σε αυτή την περίοδο υπήρξε η τάση για συστηματική, λειτουργική τοποθέτηση των κτιρίων στο κέντρο της πόλης, βάσει ενός ορισμένου πολεοδομικού σχεδίου. Τα οικοδομήματα φανερώνουν μια σαφή προτίμηση για κομψές, περίτεχνες μορφές, για δημιουργίες ιωνικού και κορινθιακού ρυθμού: εξάλλου, ορισμένα από τα αρχιτεκτονικά στοιχεία, που στην κλασική εποχή υιοθετήθηκαν για καθαρά λειτουργικούς σκοπούς, κατέληξαν να έχουν απλώς διακοσμητικό ρόλο. Οι ανασκαφές που έγιναν στην Πέργαμο, στην Πριήνη, στη Μίλητο και σε πολλά άλλα κέντρα της περιόδου αυτής, αποκάλυψαν τα ερείπια πολλών οικοδομημάτων, ώστε να μπορούμε να έχουμε μια αρκετά σαφή εικόνα των πολυώροφων και πολυποίκιλτων κτιρίων· χωρίς αμφιβολία οι τοιχογραφίες της Πομπηίας (του 2ου και του 4ου ρυθμού) προέρχονταν από ελληνιστικά πρότυπα. Όσον αφορά τη γλυπτική, τα καλλιτεχνικά κέντρα της ελληνιστικής εποχής διατήρησαν, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, την παράδοση των μεγάλων σχολών του 4ου αι. Αργότερα, το καθένα υιοθέτησε και επεξεργάστηκε στοιχεία που ανταποκρίνονται στις ανάγκες ή στις λειτουργίες που εξυπηρετούν τα έργα τέχνης, συνδυάζοντας ελληνικά μοτίβα με εικονογραφικά θέματα και τεχνοτροπίες της Ανατολής, αναπτύσσοντας ιδιαίτερα τις μορφές εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν συγχρόνως και στην ποίηση ή επιχειρώντας να επωφεληθούν από τις επιστημονικές ή φιλοσοφικές σπουδές για να επιτύχουν νέα αποτελέσματα στον καλλιτεχνικό τομέα. Στο πλαίσιο της παράδοσης που διαμόρφωσαν ο Πραξιτέλης, ο Σκόπας και ο Λύσιππος, δημιουργήθηκαν (στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου) έργα όπως η Νίκη της Σαμοθράκης ή η Κόρη του Ακτίου. Για πραγματικά αυτόνομες σχολές σε διάφορες πόλεις μπορεί να γίνει λόγος μόνο από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. : οι σημαντικότερες ήταν της Περγάμου, της Αλεξάνδρειας και της Ρόδου. Αρκετή επιτυχία είχε επίσης, κατά τον 2o αι., η νεοαττική σχολή στην Αθήνα. Η περγαμηνή γλυπτική άκμασε ιδιαίτερα από τα μέσα του 3ου έως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία βρισκόταν στην υπηρεσία της αυλής των Ατταλιδών. Ο μεγάλος βωμός και τα αναθήματα στους θεούς, για τις νίκες του Αττάλου Α’ και του Ευμένη Β’, παρουσιάζουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της σχολής: δραματικότητα, δυναμισμό, έντονες φωτοσκιάσεις, προτίμηση για περίτεχνες και πολύπλοκες συνθέσεις. Στη σχολή της Ρόδου, η οποία ήταν περίπου σύγχρονη με τη σχολή της Περγάμου και αρκετά παραγωγική και φημισμένη σε όλο τον αρχαίο κόσμο, φαίνεται ότι μπορεί να αποδοθεί το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα, όπου διακρίνεται το πάθος και η δεξιοτεχνία που χαρακτήριζαν τους Ρόδιους καλλιτέχνες. Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην Αλεξάνδρεια βρίσκονταν σε απόλυτη αντιστοιχία με τη λογοτεχνία και τις επιστημονικές και φιλολογικές σπουδές, που ανθούσαν στην πόλη· κυριαρχούσε η αγάπη για το τοπίο, η προτίμηση για σκηνές της καθημερινής ζωής και ειδυλλιακά θέματα, η γελοιογραφική τάση και ο ρεαλισμός στην απόδοση των τυπικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου ή μιας κατάστασης. Ιδιαίτερα σημαντική θα πρέπει να ήταν και η ζωγραφική σχολή, που μαζί με τη λιθοχαρακτική και τη χρυσοχοΐα συνεχίστηκαν αργότερα με επιτυχία και στο ρωμαϊκό έδαφος. Μετά τις προσωπογραφίες του Αλεξάνδρου, που κατασκεύασε ο Λύσιππος, άρχισαν να παράγονται σε όλα τα κέντρα της εποχής ρεαλιστικές προσωπογραφίες των μεγάλων ανδρών του παρελθόντος. Οι αρχαίες πηγές, φιλολογικές και επιγραφικές, προσφέρουν πολλά ονόματα καλλιτεχνών της περιόδου αυτής, οι σημαντικότεροι από τους οποίους είναι οι αρχιτέκτονες Ερμογένης και Σώστρατος ο Κνίδιος, οι γλύπτες Βόηθος, Δοιδάλσας, Αγήσανδρος, Πολύδωρος, Αθηνόδωρος και ο νεοαττικός Αρχέλαος ο Πριηνεύς, καθώς και ο ζωγράφος Απατούριος ο Αλαβανδεύς. Ψηφιδωτό δάπεδο από την Πέλλα των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (περ. 300 π.Χ.). Στο κέντρο του δαπέδου εικονίζεται κυνήγι ελαφιού· η παράσταση περιβάλλεται από πλατύ πλαίσιο με πλοχμούς και άνθη (Αρχαιολογικό Μουσείο, Θεσσαλονίκη). Η «Αφροδίτη του Καπιτωλίου», ρωμαϊκό αντίγραφο της Αφροδίτης της Κνίδου (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη). Τα ερείπια ενός ναού με φανερές ελληνιστικές επιδράσεις στο Κασμίρ, στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, που δείχνουν την τεράστια διάδοση που είχε ο ελληνιστικός πολιτισμός. Ο «Απακανθιζόμενος», χάλκινο έργο των ελληνιστικών χρόνων (Μουσείο του Καπιτωλίου, Ρώμη). Οι Λαιστρυγόνες επιτίθενται στα πλοία του Οδυσσέα, λεπτομέρεια από τοιχογραφία ρωμαϊκής έπαυλης (Βιβλιοθήκη του Βατικανού).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • αλεξανδρινός — και ντρινός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αλεξάνδρεια ή που προέρχεται από αυτήν 2. αυτός που κατάγεται από την Αλεξάνδρεια 3. αλεξανδρινοί χρόνοι, οι χρόνοι τών διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου (αλλ. ελληνιστικοί) 4. αλεξανδρινή τέχνη ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”